- υγραντικός, -ή
- -ό που προκαλεί ύγρανση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑγραντικός — fit for wetting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγραντικός — ή, ό / ὑγραντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑγραίνω] αυτός που προκαλεί ή είναι κατάλληλος για ύγρανση … Dictionary of Greek
ὑγραντικά — ὑγραντικός fit for wetting neut nom/voc/acc pl ὑγραντικά̱ , ὑγραντικός fit for wetting fem nom/voc/acc dual ὑγραντικά̱ , ὑγραντικός fit for wetting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγραντικῶν — ὑγραντικός fit for wetting fem gen pl ὑγραντικός fit for wetting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγραντικόν — ὑγραντικός fit for wetting masc acc sg ὑγραντικός fit for wetting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγραντικαί — ὑγραντικός fit for wetting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγραντικοῖς — ὑγραντικός fit for wetting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγραντικοί — ὑγραντικός fit for wetting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγραντικοῦ — ὑγραντικός fit for wetting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγραντικούς — ὑγραντικός fit for wetting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)